CHS Greece Newsletter | Tribute to Stratis Haviaras
May 29, 2020 | Posted by Moderator under Newsletters |
Newsletter | Φόρος τιμής στον Στρατή Χαβιαρά
Click here for the English version of the Newsletter
Ενότητες:
Η ιστορία του Στρατή Χαβιαρά
Μήνυμα του Gregory Nagy
Επιλογές ποιημάτων και διηγημάτων από το έργο του Στρατή Χαβιαρά
Η ιστορία του Στρατή Χαβιαρά
Ποιος
Ανάμεσα στα πρώτα βότανα της άνοιξης κρόκοι από
κοντά κίτρινες ίριδες νάρκισσοι κρίνοι και στους κρί
νους ανάμεσα γυμνός εκτός από – στους κρίνους λέω
ανάμεσα σχεδόν γυμνός – το χέρι μου στην κόμη του
αέρινο το χάδι μου ανεπαίσθητο κηπουρός ανάμεσα
στους κρίνους του θάφτηκε στη νέα του ζωή Πρίγκηπας
*Το ποίημα «Ποιος» του Στρατή Χαβιαρά δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο 2017 στο τεύχος 26 του τριμηνιαίου περιοδικού ποίησης Τα Ποιητικά και αναδημοσιεύθηκε με διορθωμένη παραλληλόγραμμη δομή στο τεύχος 27 του ίδιου περιοδικού (σελ. 5), τον Σεπτέμβριο 2017.
Την Τρίτη 3 Μαρτίου 2020 «θάφτηκε στη νέα του ζωή ανάμεσα στους κρίνους» της αργολικής γης ένας «Πρίγκηπας» του λόγου, ο Στρατής Χαβιαράς. Το ΚΕΣ αφιερώνει αυτό το ενημερωτικό φυλλάδιο στον χαρισματικό συγγραφέα, ποιητή, μεταφραστή, δάσκαλο, και πολύτιμο συνεργάτη του, ως ελάχιστο φόρο τιμής.
Ο Στρατής όλη του τη ζωή υπηρέτησε τη λογοτεχνία με πάθος. Η ειμαρμένη τα έφερε έτσι και ο κύκλος της λογοτεχνικής του πορείας έκλεισε με τη συνεργασία του με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Harvard, του ίδιου Πανεπιστημίου στο οποίο προσέφερε τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του, ενώ η σχέση του με τον Διευθυντή του Κέντρου, Gregory Nagy, πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του 1970.
Ο Στρατής Χαβιαράς γεννήθηκε το 1935 στη Νέα Κίο Αργολίδας, γόνος προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Από την πρώιμη εφηβεία του και για τα επόμενα 20 χρόνια δουλεύει σε οικοδομές. Την ίδια περίοδο, ο διακεκριμένος φιλόλογος και μεταφραστής Κίμωνας Φράιερ, αναγνωρίζει το γνήσιο λογοτεχνικό του ταλέντο και τον προσκαλεί το 1958 στην Αμερική να εργαστεί μαζί του. Ενώ παράλληλα σπουδάζει Μηχανολογικό Σχέδιο, μαθητεύει δίπλα στον Φράιερ και γίνεται βοηθός του στη μετάφραση της Οδύσσειας και της Ασκητικής του Καζαντζάκη. Φροντίζει επίσης για τη δακτυλογράφηση της εκτεταμένης αλληλογραφίας μεταξύ Καζαντζάκη και Φράιερ.
Επιστρέφει στην Ελλάδα αφότου λήγει η άδεια παραμονής του και εργάζεται πάνω στο μηχανολογικό σχέδιο. Το πάθος του για τη γραφή παραμένει ασίγαστο, εκδίδοντας ακολούθως τις πρώτες του συλλογές ποίησης. Το 1967 παντρεύεται την Αμερικανίδα Gail Flynn και μεταναστεύει στην Αμερική. Ξεκινά να γράφει μόνο στα αγγλικά, εκδίδοντας την τελευταία του συλλογή στα ελληνικά, το 1972 (Νεκροφάνεια, Κέδρος).
Πιάνει δουλειά στο Πανεπιστήμιο Harvard στην αρχή ως απλός υπάλληλος στη βιβλιοθήκη Widener. Σπουδάζει Αγγλική Λογοτεχνία και προχωρά σε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή στο κολλέγιο Goddard του Βερμόντ ενώ παρακολουθεί ταυτόχρονα νυχτερινά μαθήματα Λογοτεχνίας και Ιστορίας, στο Division of Continuing Education, και σεμινάρια στα θερινά προγράμματα του Harvard. Ιδρύει και επιμελείται το σημαντικό περιοδικό ποίησης Arion’s Dolphin. Εν τω μεταξύ συνεχώς αναβαθμίζεται στη δουλειά του και από το 1974 διευθύνει την Αίθουσα Ποίησης George Edward Woodberry Poetry Room αλλά και τη μικρότερη βιβλιοθήκη Henry Weston Farnsworth Room, εξειδικευμένες συλλογές στη βιβλιοθήκη Lamont, του Πανεπιστημίου Harvard. Έχοντας πάθος για τη λογοτεχνία, συνεχίζει να γράφει. Το 1986 εκδίδει ένα νέο λογοτεχνικό περιοδικό, το Erato, το οποίο μετεξελίχθηκε σε Harvard Book Review Erato. Αργότερα, το 1990, με την υποστήριξη του Michael Shinagel, Κοσμήτορα του Division of Continuing Education, ξεκινά την προετοιμασία μίας εμπλουτισμένης έκδοσης του περιοδικού που μετονομάζεται σε Harvard Review και κυκλοφορεί το 1992. Το Harvard Review αναδεικνύεται ως πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό του αγγλόφωνου κόσμου.
Το έργο του στην Αίθουσα Ποίησης του Harvard και το περιοδικό Harvard Review είναι σημαντική παρακαταθήκη που αφήνει στο Πανεπιστήμιο και τη λογοτεχνία. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα από τα τεύχη του Harvard Review κάνει γνωστούς και Έλληνες συγγραφείς στον αγγλόφωνο κόσμο με μεταφράσεις και κριτικές βιβλιοπαρουσιάσεις έργων τους. Λαμβάνει το PEN New England Award ως αναγνώριση της ανιδιοτελούς προσφοράς του προς τους ομοτέχνούς του και την προώθηση της ποίησης. Τα μυθιστορήματά του Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα (Notable Book της Αμερικάνικης Ένωσης Βιβλιοθηκών – ALA και βραχεία λίστα National Books Awards) και Τα ηρωικά χρόνια, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Simon & Schuster λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές και μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες. Το 1984 ξεκινά να διδάσκει εργαστήρια της τέχνης του γραπτού λόγου σε θερινά προγράμματα του Harvard. Ποιήματά του, διηγήματα, μεταφράσεις, συνεντεύξεις και άρθρα του, καθώς και κριτική αξιολόγηση του έργου του δημοσιεύονται σε πολλά αξιόλογα αμερικανικά και ευρωπαϊκά λογοτεχνικά περιοδικά και τον Τύπο.
Το 2000, με τη συνταξιοδότησή του από το Harvard, ο καρδιακός του φίλος και νομπελίστας ποιητής Seamus Heaney, καθηγητές του Harvard, και διακεκριμένοι ποιητές και λογοτέχνες, οργανώνουν μια εκδήλωση προς τιμήν του και παράλληλα ο Seamus Heaney εγκαινιάζει μια ετήσια σειρά διαλέξεων με τίτλο “Stratis Haviaras Lecture” στο Harvard. Σταδιακά επιστρέφει στην Ελλάδα, αλλά συνεχίζει τη διδασκαλία σε εργαστήρια της τέχνης του γραπτού λόγου σε θερινό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου. Ξεκινάει τη συνεργασία του με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών στην Ουάσιγκτον DC το 2007 και οι εκδόσεις του CHS Hellenic Studies Series, εκδίδουν το Canon, μια μετάφραση ποίησης του Κ. Π. Καβάφη από τον Στρατή Χαβιαρά. Ο Heaney γράφει το προλογικό σημείωμα για αυτή την έκδοση.
Το 2008 επιστρέφει μόνιμα στην Ελλάδα και τη συγγραφή στην ελληνική γλώσσα. Ουσιαστικά, ξεκινά νέο κεφάλαιο στη ζωή του. «Η Αμερική μου έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, όπως κι εγώ της έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου. Είμαστε πάτσι. Ένιωσα ότι έπρεπε να επιστρέψω στην Ελλάδα», έλεγε. Δημιουργεί με επιτυχία τα εργαστήρια τέχνης του γραπτού λόγου στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης, Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ), του οποίου υπήρξε πρόεδρος το 2001, και στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ). Διατελεί αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και από το 2013 μέλος της συντακτικής επιτροπής του ηλεκτρονικού περιοδικού για το βιβλίο και τις τέχνες Ο Αναγνώστης, που το 2019 του απονέμει τιμητική διάκριση. Δημοσιεύει νέα του ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων στο περιοδικό ποίησης Τα Ποιητικά. Δημοσιεύει επίσης μικρά διηγήματα, καθώς και memoirs από τους ανθρώπους που γνώρισε στη διάρκεια της μακρόχρονης πορείας του κυρίως στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης, αλλά και σε άλλα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά.
Το 2014 εκδίδει το τελευταίο έργο του, την Άχνα, «ίσως το πιο σημαντικό μου, ένα έργο – αντίδωρο στον τόπο που πρωτοαντίκρυσα το φως και το σκοτάδι» όπως έλεγε.
Από το 2015 σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών Ελλάδος του Πανεπιστημίου Harvard, συνεχίζει να βοηθάει δεκάδες νέους συγγραφείς στα πρώτα τους βήματα, εγκαινιάζοντας μία ακόμη δραστηριότητα του ΚΕΣ, τα Εργαστήρια, η οποία επεκτάθηκε σε περισσότερα αντικείμενα της τέχνης του λόγου τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, έκανε την τελική επιμέλεια της μετάφρασης της Ματίνας Γκόγκα (από Αγγλικά σε Ελληνικά) ποιημάτων βραβευμένων ποιητών από τη Μεγάλη Βρετανία. Το Κέντρο στο πλαίσιο του Προγράμματος Michael Marks Charitable Trust, Poets in Residence Program in Greece, φιλοξενεί κάθε χρόνο τους βραβευμένους αυτούς ποιητές διοργανώνοντας, μεταξύ άλλων, και ποιητική συνάντησή τους με ντόπιους Έλληνες ποιητές.
Ο Στρατής Χαβιαράς όλη του τη ζωή αγωνίστηκε με πάθος για αυτά που λαχταρούσε η ψυχή του. Δοσμένος στην τέχνη της γραφής, ήταν ένας ακάματος, χαρισματικός τεχνίτης του λόγου. Συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής, και συνάμα γενναιόδωρος και ανιδιοτελής δάσκαλος, με απίστευτη ψυχολογική διεισδυτικότητα, γνησιότητα, λυρισμό, χιούμορ, αισθητική αρτιότητα, ευαισθησία. Μετουσιώνει με τη γραφή του το «σκοτάδι», το «τραύμα», ή το μικρό κι ασήμαντο, σε φως, τέχνη κι ομορφιά. Πολύ εύστοχα η Annie Dillard έγραψε στη κριτική του βιβλίου του Τα ηρωικά χρόνια πως καταφέρνει στο έργο του να συνθέτει «ομορφιά και σκληρότητα, λιτότητα και σοφία», «η γραφή του λιτή, άμεση, διέπεται από μια μυθική δύναμη».
Θα λείψει η οξύνοια, το χιούμορ, η ευγένεια της ψυχής του, η γενναιοδωρία, η ενσυναίσθηση, η καλοσύνη, η αστείρευτη έμπνευσή του, καθετί από την πολυσχιδή, ιδιαίτερη προσωπικότητά του. Όπως χαρακτηριστικά έλεγαν οι μαθητές του στα εργαστήρια της τέχνης του πεζού λόγου του Κέντρου, στους οποίους πάντα διέθετε παραπάνω χρόνο κι ενέργεια για να τους ακούσει, να μιλήσει μαζί τους «κρεμόμαστε από τα χείλη του… αυτός ο άνθρωπος, πέρα από μάθημα γραφής, μας κάνει μαθήματα ζωής».
Τιμή να συνεργαστούμε μαζί του και στόχος όλων όσοι τον γνώρισαν να διαφυλάξουν, να αναδείξουν και να συνεχίσουν την κληρονομιά που άφησε.
Μήνυμα του Gregory Nagy, Διευθυντή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών
Ο Gregory Nagy μοιράζεται την αλληλογραφία που είχε με την κόρη του Στρατή, Ηλέκτρα, μετά την είδηση του θανάτου του:
Αγαπημένη μου Ηλέκτρα,
Δεν με ξέρεις, αλλά γνωρίζομαι με τον αγαπημένο σου πατέρα από τις αρχές του 1970, τότε που παρακολούθησα τα μαθήματα Νέων Ελληνικών που παρέδιδε στη Βιβλιοθήκη Lamont του Harvard. Αυτός κι εγώ γίναμε καλοί φίλοι ήδη από εκείνη τη στιγμή και οι επαγγελματικές μας σταδιοδρομίες συνέχισαν να διασταυρώνονται πολλές, τόσες πολλές φορές από τότε. Με την τωρινή μου ιδιότητα ως Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Harvard, βρεθήκαμε πάλι με τον αγαπημένο σου Μπαμπά και εκτίμησα τόσο την εξαίρετη δουλειά που έχει κάνει για το Κέντρο. Στενοχωρήθηκα ιδιαιτέρως μαθαίνοντας για τον θάνατο του Μπαμπά σου και συμμερίζομαι το πένθος σου.
Η μόνη παρηγοριά είναι ότι έζησε μια τόσο όμορφη ζωή και ότι θα τον θυμούνται με τρυφερότητα, για πάντα, οι πολύ κοντινοί και αγαπημένοι του άνθρωποι.
Σε σκέφτομαι με αγάπη,
Γκρεγκ
Γεια σου Γκρεγκ,
Ευχαριστώ τόσο πολύ για τα ευγενικά σου λόγια. Χαίρομαι πολύ που ήμουν μαζί του το περασμένο Σαββατοκύριακο. Ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος και στάθηκε απίστευτα δυνατός, γενναίος, ακόμα και με χιούμορ μπροστά στο τέλος. Δεν εκπλήσσομαι που τον εκτιμήσατε τόσο πολύ κι εσύ και οι άλλοι.
Να είσαι καλά,
Ηλέκτρα
Το Harvard Review δημιούργησε αυτόν τον χώρο μνήμης όπου φίλοι και συνάδελφοι μοιράζονται τις ιστορίες τους από τις στιγμές που έχουν περάσει με τον Στρατή Χαβιαρά. Μπορείτε να βρείτε την ελληνική μετάφραση επιλεγμένων ιστοριών στην ιστοσελίδα του περιοδικού Ο Αναγνώστης.
Επιλογές ποιημάτων και διηγημάτων από το έργο του Στρατή Χαβιαρά
Τραγούδι
Στον Λ.Ζ.
Η Κουρούνα πλέκει τη φωλιά της
με τσαλιά και πούπουλα
η Κουρούνα μετράει τ’ αυγά της
και τα βγάζει λειψά
η Κουρούνα ραμφίζει τα λαιμά της
η Κουρούνα ματώνει τα βυζιά της
-ο άντρας της
σέρνει ένα πτώμα από την Κοραή
και κράζει “time for lunch”
Στις πέντε παίρνει τον καφέ της
στις εφτά τον κεφτέ της
στις οχτώ χτίζει φυλακές
στις δέκα διορίζει φύλακες
τα μεσάνυχτα μετράει τα παιδιά της
μα και πάλι τα βγάζει λειψά.
Από την ποιητική συλλογή του Στρατή Χαβιαρά, Νεκροφάνεια, Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος, 1972, σελ. 25.
Τρεις Λέξεις στον Ουρανό
Κανείς δε φαντάζεται την έκταση της μοναξιάς σου, τον αφόρητο πόνο στο κεφάλι, τη ναυτία στο στήθος, όταν δεν ξέρεις αν είναι ο ουρανός ή το πηγάδι όπου πρέπει να πέσεις ή απ’ όπου να βγεις. Κανείς – κι ούτε έχει σημασία, φτάνει να μη σ’ αναζητήσουν αυτοί που σ’ εξόρισαν με τόση αγάπη, φτάνει να μη σε εντοπίσουν με ανιχνευτικά και τέτοια για να σε γλιτώσουν. Κανείς δε γνωρίζει την αιτία που γράφεις τρεις λέξεις στον ουρανό σε γλώσσα αρχαία, “Μη μου άπτου” κι ύστερα σβήνεις το “Μη” και γράφεις “Εδώ”, ύστερα σβήνεις εδώ κι εκεί, οτιδήποτε μοιάζει τυχαίο, όπως το “Μου”. Γιατί κανείς δε φαντάζεται πως όσο μακρύτερα σε εξορίζουν, τόσο κοντύτερα στη χώρα σου βρίσκεσαι. Κανείς, κανείς δεν γνωρίζει το πηχτό, απώτερο σκοτάδι, όπου εσύ τώρα λάμπεις μονάχος και αόρατος.
Ελληνική μετάφραση του Στρατή Χαβιαρά από το αγγλικό πρωτότυπο, Millennial Afterlives, Aurora, ΝΥ: Wells College Press, 2000, p.4.
Σσσσσ… σσσς
Είναι και πάλι τόσες του μηνός, στο μεσιανό διάζωμα της νύχτας κι ο χρόνος στην κλεψύδρα του όσο και ο καιρός, ξυλιάζουν λασπωμένοι. Και είναι η νύχτα ανάμεσα σε δυο ημερών σιαγόνες: η μια παγιδευμένη και η άλλη αμφίβολη, από κείνες που κάποτε ξυπνούσε κανείς πριν τα χαράματα για μακρινό ταξίδι – καβάλα σε μουλάρι αν ήταν τυχερός, κι αν άτυχος σε σκεπασμένο φορτηγό ή τρένο που καίει κάρβουνο, τα βαγόνια αμπαρωμένα, σκοτεινά.
Και στα μισά της έκτης στη σειρά ξεδοντιασμένης νύχτας, κουρέλια από την κούραση και την αγρύπνια, ξεριζωμένοι από εχθρικά και φίλια πυρά, ανεπιθύμητοι από χώρα σε χώρα, πρόσφυγες στη γη του πουθενά, περιμένουν να ανοίξουν τα σύνορα.
Ο πατέρας, η δωδεκάχρονη κόρη του και ο πιο κοντινός τους εδώ, ένας ακόμη άντρας που έχασε τους δικούς του στο πέρασμα – κι έχασε τη φωνή του, είναι ανάμεσα στους 260-τόσους νοματαίους της νέας αυτής φουρνιάς, τους στριμωγμένους τώρα όπως όπως σε αντίσκηνα από δεύτερο χέρι, έτσι που ο καθένας δε μπορεί παρά να υπομένει τα χούγια, τις οσμές και τα κουσούρια του άλλου.
Εδώ κι εκεί μες στο σκοτάδι βήχας, βογκητό, τα κλάματα ενός παιδιού από κρύο ή πείνα, και πιο κοντά οι θόρυβοι του ταραγμένου ύπνου: μουρμούρα, παραμιλητό, ξύσιμο από φαγούρα απλυσιάς, πορδές, στριφογυρίσματα από πλευρό σε πλευρό, το απότομο τράβηγμα κάποιου σκεπάσματος που είναι μικρό για δύο.
Ο ύπνος, αν σε πάρει, είναι ρηχός με όνειρα πνιγμού ή πολέμου, το τέλος του ύπνου μ’ ένα απελπισμένο ανακάθισμα χωρίς τοίχο να ακουμπήσεις τη ράχη.
Έτσι ανακαθισμένος ο πατέρας θρηνεί στα σκοτεινά τον πατέρα, τη γυναίκα του και το μικρό του γιο, κι έτσι ο μουγκός τους δικούς του.
Έξαφνα ο πατέρας νιώθει το χεράκι της κόρης του να τον αγγίζει σαν να θέλει να του πει κάτι. Αν υπήρχε λίγο φως, η έκφραση των ματιών της θα τα έλεγε όλα, σκέφτεται σκουπίζοντας τα μάγουλα του. Πεινάς; τη ρωτάει κι ας μην έχει μείνει ψίχουλο απ’ τα παξιμάδια που είχαν μοιράσει κάτι εθελοντές. Όταν ο μουγκός σηκώνεται να βγει ψαχουλευτά για την ανάγκη του, σκοντάφτοντας πάνω σε άλλους, η μικρή ψιθυρίζει, Μπαμπά, πόσο καιρό τον ξέρεις;
Αδύναμα, σαν να χρειάστηκε να σκάψει στη μνήμη του, της αποκρίνεται, Μα τελευταία νομίζω, όπως κι εσύ, κι έπειτα τη ρωτάει πάλι αν πεινάει.
Πιο πολύ νυστάζω, εκείνη, η φωνή της ισχνή. Τι ώρα να είναι άραγε; Και ο πατέρας την ακούει να στρώνει το χαρτόνι της στο χώμα και να πέφτει, ακουμπώντας το κεφάλι στο διπλωμένο μπράτσο της.
Πιο πέρα απ’ το κορίτσι και τον άλλο ακούγεται το αγκομαχητό μιας ηλικιωμένης γυναίκας και η φωνή κάποιου γέρου που της φωνάζει να σωπάσει.
Νιώθοντας τα βλέφαρα του να βαραίνουν πλαγιάζει κι ο πατέρας, γυρισμένος στην κόρη του, ελπίζοντας σύντομα να πάρει ο ύπνος και τον μουγκό, εξαντλημένος καθώς θα ’ναι από το κλάμα του. Όταν νωρίτερα τον είχε ρωτήσει πώς έχασε τη φωνή του, κατάλαβε ότι είχε χάσει και την ακοή. Σίγουρα όμως κάτι θα έπιασαν οι άλλες του οι αισθήσεις – κάποια δόνηση, μπορεί ακόμα και το χνώτο του πατέρα που τον παρηγορούσε, οπότε άρχισε να κλαίει γοερά βγάζοντας μέσα απ’ το λαρύγγι του αλλόκοτες, σπαρακτικές κραυγές.
Οι μόνοι που δεν έχουν χάσει κάποιον στους βομβαρδισμούς ή στο ναυάγιο του φουσκωτού, είναι αυτοί που χάθηκαν πρώτοι. Ο πατέρας του πατέρα έχει θαφτεί στα ερείπια της πόλης, η γυναίκα κι ο μικρός του γιος στο βυθό. Το κορίτσι έχει πάψει να κλαίει. Μέσα της θα πιστεύει πως η μάνα κι ο μικρός της αδερφός έχουν σωθεί.
Ο πατέρας προσπαθεί να ανατρέξει το χρόνο, την πορεία τους από νύχτα σε νύχτα, από βροχή σε βροχή, να ανατρέξει τα κενά που έχει αφήσει ο φόβος στο μυαλό του, πότε σφαλίζοντας τα μάτια στα ξεβρασμένα πτώματα, πότε βουλώνοντας τα αυτιά στων ζωντανών τις φωνές. Από που είχαν ξεκινήσει και πότε ακριβώς με αυτό το τσούρμο των ξεριζωμένων; Τί συντρίμμια σκαρφάλωσαν κι άφησαν κάτω απ’ τα χαλάσματα τον άρρωστο παππού, κάτω απ’ τα κύματα τη νέα γυναίκα και το γιο του; Και για πού είχανε ξεκινήσει ελπίζοντας στο όνομα του Θεού να βρούνε καλύτερα;
Όμως η δεύτερη του περιπλάνηση στα πνιγμένα από βλάστηση μονοπάτια της μνήμης χωρίς ούτε ένα σταυροδρόμι στον ορίζοντα, δεν είναι λιγότερο εξαντλητική απ’ την πορεία τους την ίδια που τώρα αγωνίζεται να χαρτογραφήσει στο νου του, φοβούμενος πως και τα ίχνη τους έχουν σβηστεί.
Νιώθει να λυγίζει σαν βέργα από μολύβι κοντά στη φωτιά και κάτι πάει να σκιρτήσει στο στήθος του ή πιο βαθιά στην καρδιά, εκεί που κι η αγάπη για τη δουλειά βρίσκει στέγη – σιδεράς; Φαναρτζής; Με πυρωμένο κολλητήρι, καλάι και μολύβι συγκολλούσε ποτιστήρια, κουβάδες, κάθε λογής τενεκεδένια σκεύη. Όμως με τί εργαλεία και τί υλικά θα μπορούσε τώρα να αρμολογήσει τα συντρίμμια του σπιτιού, του σπιτικού του, να φέρει πίσω – πίσω πού; στην ξενιτιά; – τους χαμένους.
Αγωνίζεται να μην κοιμηθεί πριν πάρει ο ύπνος τον μουγκό, αλλά θα είχε γλαρώσει μερικά λεπτά, γιατί έξαφνα πετάγεται, ακούγοντας την κόρη του να μουρμουρίζει κάτι και την ίδια στιγμή το χέρι του άλλου να κινείται από κει που το είχε. Θα πλάγιασε κι εκείνος, σκέφτεται ο πατέρας, αλλά από το ρυθμό της ανάσας του καταλαβαίνει ότι δεν τον έχει πάρει ο ύπνος.
Όσο κι αν ο πατέρας παλεύει να μείνει άγρυπνος, ο αγώνας του, φοβάται, είναι μάταιος. Σκέφτεται να παραχωρήσει τη θέση του στη μικρή, παίρνοντας τη δική της, όμως από την άλλη του πλευρά κοιμάται αγκαλιασμένο ένα νέο ζευγάρι και δεν του φαίνεται σωστό για ένα ανήλικο κορίτσι να πλαγιάζει δίπλα τους.
Σκέψεις περνάνε απ’ το μυαλό του στην τυραννία της νύστας. Νιώθει να σβήνει και είτε το ονειρεύεται είτε όχι, ακούγοντας ακόμα μια φορά το κορίτσι να μουρμουρίζει στον ύπνο της κάτι σαν διαμαρτυρία, απλώνει το ελεύθερο χέρι του αλλά ανατριχιάζει όταν συναντά το χέρι του μουγκού. Τι γίνεται εδώ; Χαϊδεύει τα μαλλιά της πιστεύοντας μέσα στον ύπνο του πως είναι το δικό του παιδί; Ή έχει απλώσει το χέρι του έτσι τυχαία;
Ψαχουλεύει να βρει πόσο κοντά στη μικρή έχει συρθεί το κορμί του μουγκού, αλλά ησυχάζει διαπιστώνοντας ότι η απόσταση ανάμεσα τους δεν έχει λιγοστέψει. Κι έπειτα, όταν έσπρωξε το χέρι του άλλου, σα να τον άκουσε να κάνει εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο του ενοχλημένου στον ύπνο του και κάπως ησυχάζει πως είναι εντάξει ο άνθρωπος.
Δεν αντέχει. Ανασηκώνεται, αλλά σύντομα καταρρέει στο ίδιο παγωμένο πλευρό. Για να μην αποκοιμηθεί πιέζει τους δείκτες των χεριών κάτω απ’ τα αυτιά του ώστε ο πόνος να παρατείνει την εγρήγορση του. Αλίμονο, εκεί που νομίζει πως ελέγχει τα πράγματα, ακούει τα αναφιλητά του μουγκού και ξυπνάει. Και τώρα είναι η μικρή που πλησιάζει ακόμα λίγο προς το μέρος του, ίσως για να απομακρυνθεί από τον άλλο κι ο πατέρας προσπαθεί να της κάνει χώρο σπρώχνοντας το αγκαλιασμένο ζευγάρι.
Ανασηκώνεται με δυσκολία, γλιστράει στα πισινά του και σβήνει, το αποστεωμένο του κορμί ξαναπέφτει στο έδαφος. Και την επόμενη στιγμή ακούει το σπαρακτικό κλάμα και τεντώνει το χέρι να παρηγορήσει τον άνθρωπο, αλλά και πάλι πιάνει το μπράτσο του μουγκού, ετούτη τη φορά να είναι περασμένο στη μέση της κόρης του αγκαλιάζοντας την, σφίγγοντας την επάνω του, μυρίζοντας την, σπαρταρώντας, βρέχοντας το λαιμό της με δάκρυα.
Η μικρή κοιμάται σαν να μην αισθάνεται τίποτα, σκέφτεται ο πατέρας, και ταραγμένος προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια του αλλά δε μπορεί. Σπρώχνει το χώμα με τα χέρια για να σηκωθεί, το κορμί του είναι μολύβι ασήκωτο. Αγωνίζεται να ανοίξει το στόμα του να μιλήσει στο κορίτσι, δεν έχει φωνή, δεν έχει καν στόμα. Και το χέρι του όταν πάει να την ταρακουνήσει είναι παράλυτο.
Θα είναι ακόμα οι τόσες του μηνός κι ακόμη αργά, λίγο πιο πάνω από το μεσιανό διάζωμα της νύχτας όταν, μπορεί από διαίσθηση, το δωδεκάχρονο κορίτσι αναριγεί, σαλεύει, ανασηκώνει το κεφάλι και για μια στιγμή μένει έτσι ακίνητη σαν να πασχίζει να διακρίνει τον πατέρα, και του κάνει Σσσς, σσσς – για να ησυχάσει πάλι, ξεκουράζοντας το κεφάλι στο μπράτσο της.
Στρατής Χαβιαράς, Σσσσς… σσσς, 2017, Επετειακό τεύχος, Harvard Review 50, ειδική μνεία στον ιδρυτή του.
Ο Μάστορας ο παραγιός ο μουγγός
Φυσάει αιθάλη στροβιλίζει νιφάδες από στάχτη το στρώνει στους ώμους στο κεφάλι στην καμένη γη. Φυσάει στάχτη από καμένο πεύκο κάνεις έτσι με το χέρι σηκώνεται απ’ τα μαλλιά – ξανακάθεται. Και είναι σούρουπο αργό ώρες πριν ξημερώσει.
Δυο νύχτες το περπάτημα κι η ώρα δεν περνάει. Μπροστά ο μάστορας με κλεφτοφάναρο κι ένα ζεμπίλι βαρύ μ’ εργαλεία δεύτερος ο μουγγός με ντενέκα παραμάσχαλα και φτυάρι στον ώμο τελευταίος εγώ παραγιός και τσιράκι του χτίστη.
Φυσάει σιωπή. Ο αέρας πάει να μας σπρώξει από πίσω αλλά περνάει ανάμεσα χέρια και πόδια δεν φτουράει να φτάσουμε στα όρια του χωριού πριν σκοτεινιάσει κι άλλο. Τρίτος και τελευταίος στο μονοπάτι που ανοίγουμε γέρος αργός από παιδί δεν ακούω καλά τι μουρμουρίζει ο μάστορας φοβάμαι μήπως παρακούσω όταν ζητήσει κάτι αν και ανάμεσα στους δυο μας βασιλεύει η σιωπή του μουγγού.
Παραγιέ πού είσαι ορέ ακράχαφτε ακούω τον μάστορα και τρέχω στο πλευρό του στ’ απάτητα. Μια ώρα ορέ και απόκαμα μου λέει απ’ το κεφάλι του τινάζοντας μαυρίλα τα μακριά μαλλιά του λίγο πιο ανοιχτά. Και συνεχίζει Μικρό χωριό και οι ώρες ανάστροφες – πώς να σου φέξει μέρα.
Μάστορα λέω μέσα μου μη και θυμώσει ο μουγγός εγώ σ’ ακούω όμως τ’ αυτιά ξέρεις ποιανού χάσκουν σακούλια τρύπια. Κι εσένα όσο πιο σιγανή η φωνή τόσο πιο παλιά τα λόγια κι ας πλέκεις λέξεις που γνωρίζω από το διάβασμα με άλλες που δεν έχω μάθει ακόμα και μπερδεύομαι.
Έτσι όπως το λες απαντάει ο μάστορας και είναι εντάξει ο μουγγός έχει φορτσάμενη καρδιά δε λέει πολλά μα και δεν μας ζαλίζει. Ούτε λέξη για τις άγνωστες λέξεις του και ύστερα από λίγο μου νεύει να πάω πίσω στη θέση μου στο τέλος της σειράς μη μας θυμώσει ο άλλος. Και άντε τώρα να βρεις εσύ τι εστί φορτσάμενη.
Στη δουλειά μ’ ενθαρρύνει να προσέχω τα χέρια του όταν χτίζει να τσιτώνω τ’ αυτιά μου όταν μιλάει και να λερώνω τα χέρια μου αλλιώς πώς θα μάθω την τέχνη.
Διαμετρημένοι οι παράχωροι συνεχίζει ο μάστορας το ίδιο κι οι παράκτιστοι ξέρεις όμως πώς στο καλό οι μισοί εκατό να πληρώσουνε παπά και κορφοκλάστη; Η πιο κοντινή παπαρδόπολη σε τι τσαϊρια βόσκει πίσω απ’ τα φοβουνέικα πίσω κι απ’ τα βουνά – χέσε του αψήλου κι αγνάντευε.
Κουνάω κεφάλι και καλά πως κατέχω το νόημα καθεμιανής του λέξης επιπλέον να τινάξω απ’ τα μαλλιά την αιθάλη. Και σφίγγομαι μη με ρωτήσει άξαφνα Για πες ξερόλα εξήγα μας τι ’ναι τα φοβουνέικα; Η αλήθεια όταν προσέχω της φωνής του τα χρώματα ή τους τόνους σιγανοί όπως είναι κουτσοβγάζω το νόημα παρά τις άγνωστες λέξεις.
Κι άμα παπαγαλίσω από κείνες που δεν έχω μάθει ακόμα όπως φοβουνέικα ή πηλοτράχωνες ούτε κι εκείνος μοιάζει να τις αναγνωρίζει. Ίσως γιατί πάντοτε τους αλλάζω λίγο τη σειρά.
Οι μισοί εκατό του χωριού που αγγάρεψαν τον μάστορα κι εκείνος βρήκε τον μουγγό όχι γιατί είναι μουγγός – εμένα με είχε μαζέψει κιόλας απ’ τον δρόμο όταν απάντησα σωστά τα αινίγματά του – θέλανε λέει να τους χτίσουμε έναν Οικίσκο του Θεού για τα γερόντια τους και ας μην έσωνε να φτάσει ως εκεί να λειτουργήσει παπάς έστω και τραγοψάλτης. Μάθε οι πιστοί είναι ελάχιστοι μου εξηγεί σε λίγο άσε που σε μακρινά χωριά σβησμένα από τον χάρτη ακόμα και οι άπιστοι δεν έχουνε λεφτά.
Με λίγα ξεπρησμένα λόγια όπως θα ’λεγε πάλι ο μάστορας ονειρεύονται ένα εκκλησάκι τόσο δα να χωράει με μια στάλα αγνόσωστη ψητοφουρνιά είκοσι τουλάχιστον γέρους και γριές αν κατάλαβα.
Το μονοπάτι στ’ άραχλα όταν κλωτσάς αιθάλη ίσα που διακρίνεται σαν να μην το ’χει σόλα βοσκού ή διχάλα κατσίκας πατήσει. Η πεδιάδα δεξιά κι αριστερά βγάλε τα ελάχιστα ξερά χορτάρια που ούτε θροΐζουν στο πάτημα κι έχεις μπροστά σου εκτάσεις που δεν είναι εκτάσεις αφού δεν υπάρχουν ορόσημα μέτρησης. Εξαίρεση η καψαλισμένη από καιρό φοινικιά μ’ έναν αστρίτη που δεν είναι αστρίτης αλλά το διάφανο κουφάρι του τυλιγμένο στον μαύρο κορμό.
Κοίτα να δεις κορμόλιανε τι θα σ’ αρμέξει η τύχη με αγγίζει στον ώμο ο μεγάλος να δώσω προσοχή ιδιαίτερα στους κάλους που όπως λέει μεταφέρουν τα χέρια του στην πέτρα που χτίζει και ύστερα από λίγο μου νεύει να γυρίσω πίσω στη θέση μου για να μη νιώθει ο μουγγός τελευταίος.
Αναρωτιέμαι πώς πορεύεται μέσα του με τόση σιωπή. Φοβάμαι πως τα υλικά που κουβαλάει στη σκαλωσιά και η ανάσα του δε συμβαδίζουν πάντα. Κι αναρωτιέμαι τι στο καλό να κρύβει μια φωνή που δε μπαίνει στ’ αυτιά του που δε βγαίνει απ’ το στόμα του.
Ο μάστορας σχεδιάζει στο μυαλό του κάθετες γραμμές οριζόντια γράμματα και πλάγια σύμβολα κηροπηγίων στασιδιών και εικονισμάτων καθώς νύχτα ξενύχτα στήνω εγώ το εργοτάξιο και αμέσως σκάβω θεμέλια για να φυτέψω στο κονίαμα την πρώτη μου πέτρα ίσως να σφάξω επάνω της για γούρι κι έναν άτυχο κόκορα. Ύστερα πάλι τη μια πέτρα επάνω ή πλάι στην άλλη μέχρι τις ωραίες αψίδες στα πορτοπαράθυρα και τις πέτρες που τις λέμε κλειδιά να καταργούν στον Οικίσκο του Θεού τα λεγόμενα πρέκια από άχαρο οπλισμένο τσιμέντο.
Μέρα τη μέρα ορθώνω πάνω απ’ το έδαφος τοίχους κι ανάμεσά τους χώρους σε κλίμακα και αναλογία όπως πρέπει – ακόμα και αντίχωρους όπως το Ιερό με τον φεγγίτη στην ανατολή να περιμένει τον ήλιο.
Η δουλειά που μου δίνει ο μάστορας ν’ ανακατεύω το κονίαμα να μην πήζει πρόωρα να καθαρίζω και να έχω έτοιμα τα εργαλεία να βράζω τον ασβέστη στο λάκκο του και να του διαλέγω την τέλεια πέτρα για τη θέση που ετοιμάζει στον τοίχο. Α και να του βρίσκω απ’ το ζεμπίλι σφυρί και καλέμι για όσες άκρες εξέχουν και δεν αφήνουν την πέτρα να κάθεται στ’ αυγά της καλά.
Στο μυαλό μου έχω χρόνο να ξεχνώ τον παραγιό και να κάνω τον μάστορα.
Τα θαλασσώνω μόνο πιάνοντας στα χέρια μου υλικά οικοδομών ή εργαλεία πρώτη μου φορά. Το ίδιο λάθος ξανά ζητάει κατραπακιά στο σβέρκο και η χεράκλα του μεγάλου κατεβαίνει βαριά. Προτιμάει την καρπαζιά απ’ το να βρίζει ή να εξηγεί με το νι πώς να το κάνεις σωστά. Ό,τι μαθαίνω λέει ανάγκη πάσα να το μάθω σπικάζοντας όχι αντίκοντας ή απειθώντας. Αναρωτιέμαι αν στην περίπτωση του μουγγού η σιωπή στο στόμα και στ’ αυτιά του οφείλεται ή όχι στις σφαλιάρες που έτρωγε τσιράκι.
Οι πέτρες μία πάνω και πλάι στην άλλη βρίσκουν τη θέση τους όπως προβλέπει ο μάστορας που τις αφήνει ασήκωτες σε στρώση από παχύ τσιμέντο ακριβώς όπως βάζει στη σειρά και τις λέξεις του. Πότε-πότε τον προσέχω όταν αρμόζει μια κοτρόνα και δεν χρειάζεται να την αγγίξει δεύτερη φορά. Όπως το βλέπω εγώ είναι ένας θρίαμβος μικρός του ματιού που ξέρει περισσότερα απ’ όσα βλέπει και του χεριού που ακολουθεί το μάτι και μαθαίνει αλλά σαν το μουγγό κρύβει λόγια.
Ώσπου να φανεί το χωριό και να ’ναι εκείνο ακριβώς που ψάχνουμε θα έχω ολοκληρώσει στο μυαλό μου το χτίσιμο. Εκεί όμως που θαρρώ πως ξέρω τι κάνω είναι όταν διαλέγω για το μάστορα την τέλεια πέτρα κι εκείνος με διαψεύδει αφήνοντας την στην άκρη και απλώνοντας το χέρι για άλλη πιο μεγάλη πιο μικρή ή πιο ίσια. Εγώ τις βάζω στη σειρά σαν τις δικές μου λέξεις είτε τις ξέρω είτε τις έχω ακουστά είτε δεν. Όμως ο μάστορας αγνοεί τις προβλέψεις μου ακόμα και στην τελευταία στρώση όπου κάθεται η οροφή και χρυσίζει ο τρούλος.
Συχνά εκεί που δεν το περιμένω ο μάστορας με κλέβει και στο ζύγι που λέει ο λόγος δηλαδή με βαρίδι στην κάτω άκρη του νήματος αφήνοντας κάποιες απ’ τις πέτρες να εξέχουν στην πρόσοψη ώστε κανείς να σκαρφαλώνει ως τη στέγη δίχως σκαλωσιά ή ανεμόσκαλα.
Το λεγόμενο αρμολόγημα αφού πάρουν οι πέτρες τη θέση τους στον τοίχο γίνεται πριν αρχίσει να στεγνώνει το τσιμέντο που εκεί θέλει μεγάλη ακρίβεια. Να μην περισσεύει και λερώνει την πρόσοψη όπως φαντάζει γυμνή χωρίς επίχρισμα κι ασβέστη ή να πέφτει λειψό και να δείχνει σκιτζίδικο.
Όταν κρατάς την πέτρα σου σωστά έχεις την αίσθηση ότι μαθαίνει στα χέρια σου γράμματα. Την προκαλείς και ισιώνει όχι μονάχα λέξεις που δεν ξέρεις μαλακώνει ακόμα και το βλέμμα σου προτού την εξετάσεις. Έτσι με τον καιρό και την τριβή σ’ ετοιμάζει να τολμάς και το ανέκφραστο.
Αν το σφυρί και το καλέμι απαιτούν επιδέξια χέρια το μυστρί διεκδικεί άλλη τόση μαεστρία για ένα τραβηχτό ή σπρωγμένο τσιμεντάρισμα και μετά το γέμισμα του αρμού μια συρτή και λεπτή χαρακιά με την άκρη του εργαλείου σαν την παύλα μετά την τελεία.
Αλφάδι ζύγι ράμμα μόνο αν κάτι πάει να ξεφύγει απ’ τη θέση του δίχως την άδεια μου. Το μάτι μου παίζει διαρκώς και είναι δύσκολο να μάθω απ’ το βλέμμα του μάστορα όταν δίνει στα χέρια οδηγίες. Είναι φορές που αναγκάζομαι να κατουρήσω από τη σκαλωσιά για να μη λείψω στιγμή απ’ του μεγάλου το μάθημα. Κι απ’ του μουγγού που το λέω μισομάθημα αφού ούτε μιλιέται ούτε γράφεται.
Ρητά σαν του μάστορα συλλέγω στη δουλειά κι είναι αποστάγματα δε λέω μόνα τους όμως δεν γνωρίζουν χορό απαιτούν δικό τους χώρο για να μην πω δική τους σειρά. Ποτέ το ένα πάνω στ’ άλλο ποτέ χωρίς αλφάδι ή τσιμεντάρισμα πάντοτε σαν ξερολιθιά βαριά πλην αεράτη.
Βάζω τελεία από στιγμή σε στιγμή. Όπου να ’ναι η στέγη στρωμένη με τάβλες από πεύκο πάνω απ’ τις τάβλες φολίδες σχιστόλιθου αντί κεραμίδια. Τέλος πελεκάω και τους δυο σταυρούς γιατί σε λίγο θα γίνουν τα εγκαίνια του Ναΐσκου κι ας μην ούτε παπάς ούτε διάκος φανεί να πει Δόξα Σοι. Το εκκλησάκι μου αστράφτει. Το εκκλησίασμα θα μετράει τις ώρες να ντυθεί τα καλά του να ζητήσει μπαστούνι.
Σαν νεόκοπος μάστορας που τον λόγο του αρθρώνουν υλικά οικοδομών κι εργαλεία σηκώνω από τα γόνατα στα πόδια τους όσους πιστούς και άπιστους μπορώ να χωρέσω στον κυρίως Ναό και τους χωράω όλους.
Φαντάσου όμως σκέφτομαι αύριο λίαν πρωί ποιανής γιορτής ευαγγέλια στο χωριό αν επιτέλους το βρούμε στήσουμε εργοτάξιο και πιάσουμε να σκάβουμε θεμέλια για ν’ αποθέσει ο μάστορας την πρώτη του πέτρα και να σφάξει επάνω της κοκόρι.
Όλα αυτά κατά γράμμα: από λόγο σε πράξη από πράξη σε πράγματα.
Το σκέφτομαι τώρα που έχω βάλει την πρώτη μου πέτρα στην ίδια θέση ακριβώς που θα τη βάλει την επαύριο ο μάστορας αλλά δεν έκανα το ίδιο με τις πέτρες μου βάζοντάς τες στην ίδια σειρά με τις λέξεις του. Τις έβαλα με τη σειρά που βάζω τις δικές μου είτε τις έχω αποστηθίσει είτε όχι.
Θα μπορούσε βέβαια να με είχε πιάσει το μάτι του και αμέσως να έπεφτε η γνωστή κατραπακιά μπορεί ακόμα και να φώναζε – σιγανά όπως το συνηθίζει για ν’ ακούνε όλοι ακόμα κι ο μουγγός: Θα μαζοκράξει ο τοίχος σου. Θα μας ξεκάμψει όλους!
*Το ποιητικό διήγημα Ο Μάστορας ο παραγιός ο μουγγός του Στρατή Χαβιαρά δημοσιεύθηκε με ελάχιστες τροποποιήσεις και στο φθινοπωρινό διπλό τεύχος του σαμιακού λογοτεχνικού περιοδικού Απόπλους (τεύχος 77-78 Φθινόπωρο-Χειμώνας 2018), αφιέρωμα στον ποιητή και πεζογράφο Κώστα Γ. Παπαγεωργίου.
Απόσπασμα από την Άχνα
484. Η ψυχή σου γανιασμένη σαν άνυδρη μόνο ακρίδα και χαρουπόμελο η ψυχή σου ένα πείσμα ατρύγητο –μες στην Ελλάδα ή έξω απ’ την Ελλάδα εξόριστη τι Αιγίλειψος τι Μακρόνησος τι ολόκληρη γη η ψυχή σου στερημένη από θάλασσα και όμως ναυκρατούσα παντάνασσα η ψυχή σου αρχαία ιστορία ανιστόρητη σαν πρωτόπλαστη σε τούτη σαν αντάρτισσα στην άλλη πλαγιά του βουνού downstream of the river όπως έλεγε ο ξένος τη μια μες στα κατάμαυρα ντυμένη και προδομένη απ’ τους δικούς της την άλλη στο χαντάκι μέσα στα αίματα – ψέματα; Η ψυχή σου ένα σάλτο ένα πήδημα 1+1= τι; Άγαν μηδέν. Ούτε κάθε χρόνο παιδί ούτε κάθε χρόνο βιβλίο. Το κεφάλι κάτω δουλειά το κεφάλι πάνω μόνο για να δεις πόσο ανέβηκε ο ήλιος σπρώχνε το αλέτρι σου σύρε τη σβάρνα σου στην εν Χριστώ ξεραΐλα χτύπα τσαπί στο έδαφος παραμίνα στο βράχο να μαλακώσει η στέρφα όπως τη λέγαν κάποτε γης να ενδώσει να της φυτεύεις μια ελιά να σου καρπίζει δύο.
485. ΤΕΛΟΣ ΟΥΚ ΕΣΤΙ
Στρατής Χαβιαράς, Άχνα, Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος, 2014, Σελίδα 238.
Η αναπαραγωγή των ανωτέρω έργων γίνεται με την άδεια των κληρονόμων του έργου του συγγραφέα.
Επωδός
Τέλος ουκ έστι Στρατή. Η πνευματική σου παρουσία, το έργο σου, το αποτύπωμα που άφησες στην ψυχή, την καρδιά όσων σε γνώρισαν, στους μαθητές σου, παρακαταθήκη για την νυν και τις επόμενες γενιές. Και κάποτες η γη ενδίδει. Φύτεψες «μια ελιά». Θα μας καρπίζει δύο. Και περισσότερες. Υπόσχεση.
Αιωνία σου η μνήμη.
Newsletter | Tribute to Stratis Haviaras
English version
Sections:
Stratis Haviaras’ story
Message by Gregory Nagy
Selections of poems and short stories from Stratis Haviaras’ work
Stratis Haviaras’ story
Who
Among the first herbs of spring crocuses from
near yellow irises narcissi lilies and among
the lilies naked except – among lilies, I say,
almost naked – my hand on his hair airy
my caress imperceptible gardener among
his lilies was he buried in his new life Prince
* “Who,” by Stratis Haviaras, was published in June 2017 in issue 26 of the quarterly poetry magazine Τα Ποιητικά [The Poetics]. It was republished with corrected rectangular structure in issue 27 (p. 5) in September 2017. The English translation is by Christina Lafi and Matina Goga from CHS.
On Tuesday, March 3, 2020, a “Prince” of the word, Stratis Haviaras, was “buried in his new life among the lilies” of the Argolid. CHS Greece dedicates this newsletter as a modest tribute to the charismatic writer, poet, translator, teacher, and valuable partner.
Throughout his life, Stratis served literature with passion. Tellingly, his final literary work came through his collaboration with the Center for Hellenic Studies in Greece, and thus with Harvard University to which he offered the most creative years of his life. His relationship with the Director of the Center, Professor Gregory Nagy, goes back some 50 years.
Stratis Haviaras was born in 1935 in Nea Kios, Argolis, the son of refugees from Asia Minor. As early as being an adolescent and for the next 20 years he worked in construction. During the same period, the distinguished philologist and translator Kimonas Friar recognized his genuine literary gift and invited him to America in 1958. There, while studying Machine Design, he became Friar’s disciple and assistant in the translation of Kazantzakis’ The Odyssey: A Modern Sequel, and The Saviors of God. He also served as the typist of the extensive correspondence between Kazantzakis and Friar.
After his residence permit expired, Stratis returned to Greece. He continued his work in machine design and developed his craft as a writer, soon publishing his first collections of poetry. In 1967, he married an American, Gail Flynn, and moved again to the United States. After publishing his last collection in Greek in 1972 (Νεκροφάνεια [Suspended animation], Kedros Publications), he began writing only in English.
His affiliation with Harvard University began humbly, with a job as a clerk at Widener Library. At the same time, he studied for a degree in English Literature at Vermont’s Goddard College, attending extra night classes of literature and history at Harvard University’s Division of Continuing Education and seminars at Harvard’s summer programs. While pursuing a postgraduate degree in Creative Writing at Goddard College, he continued with his own writing. He also founded and edited the important poetry magazine Arion’s Dolphin. Meanwhile, his career in the Harvard library system flourished; in 1974 he was appointed Curator of the George Edward Woodberry Poetry Room and the Henry Weston Farnsworth Room, specialized collections at the University’s Lamont Library. In 1986, he published a new literary magazine, Erato, which evolved into the Harvard Book Review Erato. Later, with the support of Michael Shinagel, Dean of the Division of Continuing Education, he began to prepare a rich edition of the magazine which was renamed Harvard Review and launched in 1992. Harvard Review has succeeded as a pioneering literary magazine in the English-speaking world.
In his work at Harvard’s Poetry Room and at Harvard Review, he left an important legacy to the University and to literature. It is worth noting that through the issues of Harvard Review, Greek writers became known to the English-speaking world through translations and reviews of their works. He received the PEN New England Award in recognition of his selfless contribution to his colleagues and the promotion of poetry. His novels When the Tree Sings (an American Library Association Notable Book and shortlisted for the National Book Award) and The Heroic Age, published by Simon & Schuster, received excellent reviews, and wide translation. In 1984, he began teaching creative writing in Harvard’s summer programs. His poems, short stories, translations, interviews, and articles, as well as critical reviews of his work, have been published in many notable American and European literary magazines and newspapers.
Upon his retirement from Harvard in 2000, Stratis was honored with an event organized by his close friend and Nobel Prize-winning poet Seamus Heaney, Harvard professors, and other distinguished poets and writers. Seamus Heaney also inaugurated a special annual events series, the “Stratis Haviaras” Lecture. He began to spend more time in Greece but continued to teach in workshops on the art of writing in Harvard’s summer program. He began a collaboration with Harvard’s Center for Hellenic Studies in Washington, DC, and in 2007 the CHS Hellenic Studies Series published Canon, a translation of the poetry of C. P. Cavafy. Seamus Heaney wrote the foreword to that edition.
In 2008 he returned permanently to Greece and to writing in Greek. Essentially, a new chapter began in his life. “America has given me its best, just as I have given it my best. We are even. I felt I had to return to Greece,” he said. He successfully created the workshops on the art of writing at the European Center for the Translation of Literature and the Humanities, of which he was president in 2001, and the National Book Center of Greece. He was the vice-president of the Hellenic Authors’ Society and, since 2013, a member of the editorial board of the online magazine for books and arts, Ο Αναγνώστης [The Reader]. In 2019, that magazine awarded him an honorary distinction. He published his new poems and translations of poems in the poetry magazine Τα Ποιητικά [The Poetics]. He also published short stories, as well as memoirs from people he met during his long career, mainly in the online magazine Ο Αναγνώστης, but also in other Greek literary magazines.
In 2014 he published his last work, Άχνα [breath/sound], “perhaps my most important work, a work-gift in return for the place where I first saw the light and darkness” as he used to say.
Since 2015, when he started collaborating with Harvard’s Center for Hellenic Studies in Greece—inaugurating yet another CHS activity, the Workshops, which expanded to more topics on the art of the word in the following years—he helped dozens of young writers take their first literary steps in his writing workshops. In addition, he undertook the final editing of Matina Goga’s translation (English to Greek), of poems from Great Britain. These poems belong to awarded poets that are hosted every year by the Center in the context of the Michael Marks Charitable Trust, Poets in Residence Program in Greece. There, among other things, these poets meet with local Greek fellow-poets.
Throughout his life, Stratis Haviaras Haviaras lived passionately in the territory of his soul: literature. Devoted to the art of writing, he was a ruthless, charismatic craftsman of the word. He was a novelist, poet, translator, and, at the same time, a generous and selfless teacher, with strong insight, authenticity, lyricism, humor, sensitivity. With his writing, he transforms the “darkness,” the “trauma,” or the small and insignificant, into light, art, and beauty. Annie Dillard wrote very aptly in the review of The Heroic Age that in his work he manages to compose “beauty and cruelty, austerity and wisdom,” “his writing is simple, direct, governed by a mythical power.”
His sharpness, his humor, the kindness of his soul, his generosity, his empathy, his inspiration—his inexhaustible inspiration—and every single aspect of his diverse, extraordinary personality will be missed. As his students used to say in the prose writing workshops of the Center, where he would always find more time and energy to listen and talk, “we are hanging on his lips; he gives us life lessons.”
It has been an honor to work with him and a goal for all those who knew him to preserve, highlight, and continue the legacy he left behind.
Message by Gregory Nagy, Director of the Center for Hellenic Studies
Gregory Nagy shares his correspondence with Stratis’ daughter Elektra upon the news of his recent passing:
My dear Elektra,
You don’t know me, but I’ve known your dear father since the early 1970s, when I audited the lessons he gave in Modern Greek at the Lamont Library of Harvard. He and I became good friends already then, and our professional paths kept crossing many many many times since then. My current role as faculty director at Harvard’s Center for Hellenic Studies brought me together with your dear Dad once again, and I so appreciated the brilliant work he has done for the Center. I was very sad to be informed about your Dad’s death, and I grieve with you.
The only consolation is that he lived such a beautiful life and that he will be remembered fondly for all time by all those who were so near and dear to him.
With loving thoughts,
Greg
Hello Greg,
Thank you so much for your kind words. I am so glad to have spent this past weekend with him. He was a great man and he was especially strong, heroic and even funny at the end. I am not surprised that he has left such a great impression on you and others.
Take care,
Elektra
Harvard Review has created this memorial space where friends and colleagues share their stories from times they had with Stratis.
Selections of poems and short stories from Stratis Haviaras’ work
Mama Crow
Mama Crow builds her nest
with feathers and twigs.
Mama Crow counts her eggs
and she thinks some are missing.
Mama Crow preens her neck.
Mama Crow bleeds her breast.
Her husband drags out a carcass,
crowing, Lunch-time, lunch!
At five she has coffee.
At seven meat cake.
At eight she builds prisons.
At ten she appoints wardens.
At midnight she counts her children
and she thinks some are missing.
From Stratis Haviaras’ poetry collection, Νεκροφάνεια, English translation by the author, Athens: Kedros Publications, 1972, p. 25.
Skywriting
No one knows the depth of solitude, the dizzy ache in the head, the nausea in the stomach, when you can’t tell if it’s the sky or the well into which you must fall, from which you must rise. No one –and it doesn’t matter, as long as those who banished you lovingly never launch a search and rescue operation with probes and such. No one knows why you skywrite three words in an ancient tongue, “Touch-me-not”, in translation, then erase the “not” and add “here”, then erase here and there, anything that might have been said accidentally, i.e. “me”. For no one knows that the farther you are banished the closer to home you get. No one, no one knows but the dark, in the farthest reaches of which you must shine alone, but invisibly.
To Peachie
Stratis Haviaras, Millennial Afterlives, Aurora, NY: Wells College Press, 2000, p. 4.
Shh… Shh…
It could be any day of the month in any rank of the middle tier of the night and any time in the hourglass and the weather ankle-deep in a freeze. It is a night then in the jaws of a displaced day, a day still dubious, as when you are awakened before daybreak for a long journey on horseback, if you are lucky, or else in a covered truck or steam train, its cars bolted, dark.
And halfway through this sixth toothless night, sleepless, bone-weary, uprooted by enemy and friendly fire alike, undesirables drifting from place to place, refugees in the middle of nowhere, they wait for the borders to open.
A father, his twelve-year-old daughter and their nearest soul here, another man who lost his family at the crossing and lost his voice—are but three of the 270-plus newcomers, crammed now in second-hand tents, so that one has no choice but to bear the sounds, the smells, and the quirks of the other.
Here and there in the dark, coughing and groaning, a child crying from cold or hunger, and then the sounds of uneasy sleep: muttering, a mumbling to oneself, tossing and turning, farting, the yanking of a cover too narrow for two.
When sleep comes it’s shallow, with nightmares of war or drowning, till you wake desperately upright without a wall on which you could rest your back.
Sitting up like this, the father grieves in the dark for his own old father, his wife and son, while the fellow who lost his voice mourns nearby for his own family.
All of a sudden, the father feels his daughter’s hand touching him as though she’s about to tell him something. In a glimmer of light her glance would have told him everything, he thinks, wiping his cheeks.
Hungry? he asks, although there isn’t even a crumb left from the hardtack the volunteers handed out. When the mute gets up, fumbling his way to the outhouse, stumbling into others, the girl whispers, Father, how long have you known him?
Weakly, as if digging around in his memory, he says, Just a few days, I think, and then he asks her again if she’s hungry.
I’m more sleepy than anything now, she replies faintly and, What time is it? Then the father hears her spread a cardboard sheet on the ground and lie down, resting her head on her folded arm.
Nearby, an elderly woman can be heard moaning and an old man yelling at her to shut up.
Feeling his eyelids growing heavy, the father lies down facing his daughter, hoping the mute one will soon collapse too, weary as he may be from crying. When, the other day, he asked the mute how he lost his voice, the father realized he’d also lost his hearing. Still, the mute’s other senses must have caught something—a vibration, or even the father’s breath as he talked to him, so he started wailing, with odd, heartrending cries coming out of his throat.
The only souls who have not lost anyone in the bombings or the sinking of the rafts are those who died early. The father’s father was buried under the rubble of the city, his wife and the little boy in the bottom of the strait. The girl has stopped weeping; deep inside she must believe that her mother and little brother have survived.
The father is trying to account for time, their journey from night to night, account for the gaps that fear has left in his brain, now shutting his eyes to the bodies washed up on the shore, now plugging his ears to the lament of the living.
Where did they and this crowd of outcasts start from and when? What rubble did they climb, leaving a sick grandpa under the ruins, a mother and a boy under the stormy waves? And where were they heading, hoping in the Name of God for a better life?
But this second hike through the thicket of memory, with no crossroads in sight, is no less exhausting to him than the actual journey he’s now trying to map out in his mind, fearing their traces have already been lost.
He is loosening and bending like a heated rod of lead, and he feels an ache in his chest, or deeper still, where love for work is also sheltered. Was he a traveling tinker? With red-hot iron, soldering buckets, watering cans, all sorts of tin implements? But what tools, what sort of alloy could he use now to mend the ruins of his household and bring back—bring back where in this no-man’s-land—the lost ones?
He is trying not to fall asleep before the mute one does, but he thinks he hears his daughter mumble something as the hand of the other moves away from where it was. He must have turned in, the father thinks, but from the way the mute is breathing he can tell he’s not quite asleep.
No matter how hard he tries, the father can’t stay awake. He considers switching places with the girl, but there’s a young couple on his other side, embracing in their sleep, and he doesn’t think it’s right for a twelve-year-old to be sleeping beside them.
Thoughts rush through his brain in the tyranny of sleepiness. He feels he’s losing himself, and whether he’s having a dream or not, on hearing the girl murmur something like a protest, he stretches out his hand but shudders as he touches the mute one’s arm. What’s going on here? Is he stroking her hair, thinking she is his own child, or has he just moved his arm by chance?
The father fumbles to find out how close to his daughter the mute’s body has crawled and is relieved to find that the distance between them hasn’t shrunk. Besides, when he nudged the mute’s arm he heard him make that grumbling sound, peculiar to sleep interrupted. He sounds relaxed; he’s got to be on the level.
The father is weary. He sits up but soon collapses on the same cold side. To keep from dozing off, he presses his forefingers behind his ears so the pain will keep him alert. Still, while he thinks he has things under control, the mute one’s sobbing jolts him awake. And now it’s the girl who inches still closer to him, apparently to move away from the other, and the father tries to make room for her by pushing toward the young couple.
The father strains to sit up, slips back on his behind and passes out, his emaciated body crumpling on the ground. But in the next moment he hears a heartrending cry and once again he stretches out his arm, this time to comfort the man. Once again he touches the mute one’s arm, now wrapped around his daughter’s waist. The mute is holding her tight to him, his entire body quivering, and he’s drenching her neck with his tears.
The father has no doubt that the girl is asleep, and he tries desperately to open his eyes but fails. Next he pushes against the ground to lift himself up, his body feels heavy, made of solid lead. He struggles to open his mouth, talk to the girl, he has no voice, not even a mouth. And his arm, when he tries to shake the girl awake, is totally numb.
It’s any day of the month and it’s still the middle of the night, when suddenly the father sees his twelve-year-old stir, lift her head and for a moment gaze at him, then whisper, Shh … Shh … and lie back down, resting her head on her folded arm.
Stratis Haviaras, English translation by Memi Katsoni, Shh… Shh…, 2017, Anniversary issue, Harvard Review 50, special mention to its founder.
English translations are not available for:
-The poetic short story Ο Μάστορας ο παραγιός ο μουγγός [The craftsman the helper the mute], by Stratis Haviaras. It was also published with minimal changes in the Samian literary magazine Apoplus [Departure] (issue 77-78, Autumn-Winter 2018), a tribute to the poet and novelist Costas G. Papageorgiou.
-Stratis Haviaras, Άχνα, Athens: Kedros Publications, 2014, p. 238.
Τhe above works are reproduced with the permission of the author’s estate.
Concluding
There is no end Stratis. Your spiritual presence, your work, the imprint you left on the soul, on the heart of those who knew you, on your students, a legacy for the present and future generations. And sometimes the earth surrenders. You planted “an olive tree.” It will bear fruit for two. And more. Promise.
May your memory be eternal.
“Skywriting” and “Shh… Shh” are timely and consoling. Condolences.